Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκέφαλο
1 εγγραφή
προσκέφαλο το [proskéfalo] Ο41 & προσκεφάλι το [proskefáli] Ο44 : (οικ.) 1. μαξιλάρι1 που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι, για να το στηρίζει κατά τον ύπνο ή την ανάπαυση: Kοιμάται με / χωρίς ~. Έβαλε τα χρήματα κάτω από το προσκέφαλό του. || (μτφ.): Είμαι / βρίσκομαι / αγρυπνώ / στέκομαι πάνω στο / από το ~ κάποιου, φροντίζω, περιποιού μαι συνεχώς και ιδιαιτέρως κπ. και κυρίως έναν άρρωστο ή πάσχοντα. (έκφρ.) έχω κτ. (πάντα) κάτω από το προσκέφαλό μου, για κτ. που εκτι μώ ιδιαίτερα ή και το χρησιμοποιώ συχνά: Είχε το Mαρξ / το Σεφέρη / την Aγία Γραφή / τη φωτογραφία της κόρης του κάτω από το προσκέφαλό του. 2. καθετί που χρησιμοποιείται ως προσκέφαλο1: Έβαλε το σακάκι του για ~. Kοιμήθηκε στο χώμα με ~ μια πέτρα.

[προσ- κεφάλ(ι) -ο, -ι (πρβ. αρχ. προσκεφάλαιον ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες