Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσθέτω
1 εγγραφή
προσθέτω [prosθéto] -ομαι, προστίθεμαι [prostíθeme] Ρ αόρ. πρόσθεσα και προσέθεσα, απαρέμφ. προσθέσει, παθ. προστίθεμαι, προστίθεσαι, προστίθεται, προστιθέμεθα, προστίθεστε, προστίθενται, και (προφ.) προσθέτομαι, μπε. προστιθέμενος*, αόρ. προστέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσετέθη, προσετέθησαν, απαρέμφ. προστεθεί, μππ. (προφ.) προσθεμένος και (λόγ.) προστεθειμένος* : 1. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς: Aν προστεθούν οι αριθμοί 5 και 10, δίνουν τον αριθμό 15. Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα. Aνόμοια ποσά δεν μπορούν να προστεθούν. 2. βάζω κτ. επιπλέον σε κτ. που ήδη υπάρχει και το αυξάνω, το συμπληρώνω, το επεκτείνω: Ένα νέο πλοίο προστέθη κε στη δύναμη του εμπορικού στόλου. Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής. Στα οικονομικά αιτήματα προστέθηκαν και τα θεσμικά. Mε τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο. Mην προσθέτεις κι άλλες δυσκολίες στις ήδη υπάρχουσες. || αυξάνω, συμπληρώνω την ποσότητα ή την αναλογία διάφορων υλικών ή βάζω κάποια άλλα επιπλέον (και τα αναμειγνύω): ~ λίγο αλάτι στο φαΐ. Προσθέτουμε στο κρασί ζάχαρη, φρούτα, κανέλα και γαρίφαλα και το ζεσταίνουμε. ΦΡ ~ ένα λιθάρι* / λιθαράκι. 3. (για λόγο) αναφέρω κτ. επιπλέον, συμπληρωματικά: Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει. «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε. Στα παραπάνω ας προστεθεί και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά.

[λόγ. < αρχ. προστίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· λόγ. < αρχ. προστίθεμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες