Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπηλακισμός
1 εγγραφή
προπηλακισμός ο [propilakizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, ο χλευασμός, ο διασυρμός, ο εξευτελισμός: Επιτέθηκαν εναντίον τους με βρισιές και προπηλακισμούς. Δέχθηκε τον προπηλακισμό των αντιφρονούντων.

[λόγ. < αρχ. προπηλακισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες