Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπηλακίζω [propilakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος.
[λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: `ρίχνω λάσπη΄)]