Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπηλακίζω
1 εγγραφή
προπηλακίζω [propilakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος.

[λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: `ρίχνω λάσπη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες