Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προοιωνίζομαι [proionízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) παρέχω ενδείξεις εκ των προτέρων, προαναγγέλλω κτ. που πρόκειται να συμβεί: H ένταση της βίας δεν προοιωνίζεται τίποτα θετικό.
[λόγ. προ- αρχ. οἰωνίζομαι `μαντεύω από σημάδια΄]
- προοιωνίζω [proionízo] Ρ2.1α : αντί του προοιωνίζομαι.
[λόγ. ενεργ. < προοιωνίζομαι κατά τα προλέγω, προβλέπω]