Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προοδευτικός
1 εγγραφή
προοδευτικός -ή -ό [prooδeftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόοδο. 1. που τάσσεται, τοποθετείται με την πλευρά της προόδου, της εξέλιξης, που τείνει προς αυτήν και την επιδιώκει. ANT συντηρητικός, οπισθοδρομικός, αντιδραστικός: ~ άνθρωπος. Προοδευτικά στοιχεία / προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας. Προοδευτικές ιδέες. Προοδευτικά κόμματα. || που εκφράζει, που αντιπροσωπεύει την πρόοδο: Προοδευτικοί θεσμοί. Προοδευτικό Σύνταγμα. Προοδευτική χώρα. 2. που εξελίσσεται, που προχωρεί βαθμιαία ακολουθώντας κάποιους ρυθμούς ή διαδοχικά στάδια: Προοδευτική βελτίωση του καιρού / της οικονομίας / της υγείας του ασθενή. Προοδευτική αύξηση / μείωση της φορολογίας / της θερμοκρασίας. προοδευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προοδεύ(ω) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. progressiste· 2: γαλλ. progressif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες