Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προμαχώνας
1 εγγραφή
προμαχώνας ο [promaxónas] Ο2 : 1. το μέρος του φρουρίου, του οχυρού από όπου κάποιος μπορούσε να μάχεται. 2. (μτφ.) ο τόπος από όπου κάποιος μάχεται, υπερασπίζεται κτ., έπαλξη, προπύργιο, μετερίζι: ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. προμαχών, αιτ. -ῶνα (αρχ. προμαχεών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες