Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκάνω [prokáno] Ρ αόρ. πρόκανα, απαρέμφ. προκάνει : (λαϊκότρ.) προφταίνω, προλαβαίνω.
[αρχ. προκάμνω `μοχθώ από πριν΄ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. προκάμνω `μοχθώ από πριν΄ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |