Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκάνω
1 εγγραφή
προκάνω [prokáno] Ρ αόρ. πρόκανα, απαρέμφ. προκάνει : (λαϊκότρ.) προφταίνω, προλαβαίνω.

[αρχ. προκάμνω `μοχθώ από πριν΄ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες