Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβλέπω
1 εγγραφή
προβλέπω [provlépo] -ομαι Ρ αόρ. προέβλεψα και πρόβλεψα και προείδα, απαρέμφ. προβλέψει, παθ. αόρ. προβλέφθηκα, απαρέμφ. προβλεφθεί : 1. διακρίνω, νιώθω, μαντεύω (και συνήθ. προαναγγέλλω) κτ. πριν να συμβεί (ως ενδεχόμενο, πιθανό ή και βέβαιο) με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα· προεικάζω, προαισθάνομαι: H Mετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει καλοκαιρία / βροχές / καταιγίδες / ανέμους / άπνοια / άνοδο / πτώση της θερμοκρασίας. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν αύξηση / μείωση του εθνικού εισοδήματος / του πληθωρισμού. Δεν προβλέπεται αυξημένη κίνηση στην εθνική οδό. Προείδε το θάνατό του. Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον. 2α. κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω κτ. εκ των προτέρων: Στο υπόγειο της πολυκατοικίας προβλέπεται χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Στην περιοχή προβλέπεται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων. Οι προβλεπόμενες από το νόμο συνέπειες / ποινές / κυρώσεις για τους φοροφυγάδες είναι αυστη ρές. β. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα για κτ. (συνήθ. για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσκολιών ή προβλημάτων): Bγαίνοντας έξω πρόβλεψα και πήρα μαζί μου ομπρέλα. H κυβέρνηση πρόβλεψε και πήρε τα μέτρα της για ενδεχόμενη έλλειψη νερού. Aν είχαμε προβλέψει και είχαμε αγοράσει πετρέλαιο, τώρα δε θα μέναμε χωρίς θέρμανση.

[λόγ.: 1: ελνστ. προβλέπω· 2: σημδ. γαλλ. prévoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες