Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαναγγέλλω
1 εγγραφή
προαναγγέλλω [proanangélo] -ομαι Ρ (βλ. αναγγέλλω) : αναγγέλλω, γνωστοποιώ κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί: Έσπευσαν να προαναγγείλουν την άφιξη της διάσημης ηθοποιού.

[λόγ. < ελνστ. προαναγγέλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες