Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προέρχομαι
1 εγγραφή
προέρχομαι [proérxome] Ρ αόρ. προήλθα και (προφ.) προήρθα, απαρέμφ. προέλθει και (προφ.) προέρθει : 1. (για πρόσ.) ξεκινώ, έρχομαι από ένα χώρο, έναν τόπο, από ένα (οικογενειακό, κοινωνικό) περιβάλλον: Mετανάστες / πρόσφυγες που προέρχονται από αφρικανικές χώρες. Προέρχεται από πλούσια / αστική / αριστοκρατική οικογένεια. Οι επιβάτες οι προερχόμενοι από το εξωτερικό θα περάσουν από έλεγχο διαβατηρίων. 2. (για πργ.) ξεκινώ, έρχομαι από κάπου, έχω την πηγή, την αιτία μου κάπου: Οι πληροφορίες προέρχονται από αξιόπιστη πηγή. Προϊόντα / εμπορεύματα που προέρχονται από το εξωτερικό. H καταστροφή προήλθε από μια σειρά σοβαρών λαθών. Πολλές ελληνικές λέξεις προέρχονται από δανεισμό. H περιουσία του προέρχεται από κληρονομιά. 3. κατάγομαι (στις σημ. 2, 3).

[λόγ. < αρχ. προέρχομαι `πηγαίνω μπροστά, φεύγω από΄ σημδ. γαλλ. provenir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες