Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεμούρα
1 εγγραφή
πρεμούρα η [premúra] Ο25α : (προφ.) μεγάλη βιασύνη, ανυπομονησία, σπουδή, (χρονική) πίεση: Tον έπιασε / έχει ~ να φύγει. || σφοδρή επιθυμία.

[ιταλ. premura]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες