Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουγκί
1 εγγραφή
πουγκί το [pungí] Ο43 : 1. σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα μέσα στο οποίο έβαζαν χρήματα: Γεμάτο / άδειο ~. Ένα ~ λίρες / γρόσια. || Tσάντα ~, σε σχήμα πουγκιού. 2. (μεγάλο) χρηματικό ποσό ή περιουσία: Έκανε ~, δημιούργησε περιουσία, κομπόδεμα.

[μσν. πουγγί < πουγγί(ο)ν υποκορ. του μσνλατ. *punga (από τα παλ. γερμ.) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες