Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποντικομαμή
1 εγγραφή
ποντικομαμή η [pondikomamí] Ο29 : (σκωπτ.) 1. χαρακτηρισμός για άνθρωπο πονηρό, δόλιο, που μηχανεύεται, που ψάχνει και δημιουργεί ζητήματα, σκάνδαλα και προκαλεί επεισόδια. 2. ως φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό, για άνθρωπο μικροκαμωμένο και ζαρωμένο ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι.

[ποντικ(ός) -ο- + μαμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες