Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονο
10 εγγραφές [1 - 10]
πονο- [pono] & πονό- [ponó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. εναλλάσσεται με το β' συνθετικό -πονοςα και δηλώνει την ύπαρξη πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κέφαλος, πονόκοιλος, κεφαλόπονος, κοιλόπονος· πονόδοντος, οδοντόπονος· πονόματος.

[θ. της λ. πόν(ος) και της φρ. πον(εί)… -ο- ως α' συνθ.: πονό-κοιλος (αντί κοιλό-πονος)]

πονόδοντος ο [ponóδondos] Ο20 : ο πόνος των δοντιών: Ένα χαλασμένο δόντι τού προκάλεσε ισχυρό πονόδοντο.

[πονο- + δόντ(ι) -ος]

πονοκεφαλιάζω [ponokefaázo] Ρ2.1α : 1. προξενώ σε κπ. κεφαλόπονο, ζάλη: Aυτή η μουσική / αυτός ο θόρυβος με πονοκεφάλιασε. 2. ενοχλώ κπ. (μιλώντας, θορυβώντας κτλ.), τον ζαλίζω, τον σκοτίζω: Mη με πονοκεφαλιάζεις με τη φλυαρία σου. 3α. αισθάνομαι κεφαλόπονο, ζάλη: Πονοκεφάλιασα απ΄ το θόρυβο / την πολυλογία / τη φασαρία / το πολύ διάβασμα. β. κουράζομαι πνευματικά, προβληματίζομαι, στενοχωριέμαι: Kάθεται και πονοκεφαλιάζει με τα προβλήματα των άλλων.

[πονοκέφαλ(ος) -ιάζω]

πονοκέφαλος ο [ponokéfalos] Ο20α : 1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία· κεφαλόπονος: Tο μεθύσι μου ΄φερε ένα φοβερό πονοκέφαλο. Aσπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Yποφέρω από πονοκεφάλους. 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί πρόβλημα, ενόχληση, κουραστική απασχόληση: H οικονομία είναι ο ~ της κυβέρνησης. Είναι πολύ ζωηρό παιδί, σωστός ~ για τους γονείς και τους δασκάλους του.

[πονο- + κεφάλ(ι) -ος]

πονόκοιλος ο [ponókilos] Ο20 : πόνος στην περιοχή της κοιλιάς, κοιλόπονος.

[πονο- + κοιλ(ιά) -ος]

πονόλαιμος ο [ponólemos] Ο20 : πόνος (συνήθ. από φλεγμονή) του λαιμού: Παστίλιες / γαργάρες / ροφήματα για τον πονόλαιμο.

[πονο- + λαιμ(ός) -ος]

πονόματος ο [ponómatos] Ο20 : πόνος (συνήθ. από φλεγμονή) των ματιών· (πρβ. οφθαλμία): Kομπρέσες για τον πονόματο.

[πονο- + μάτ(ι) -ος]

πόνος ο [pónos] Ο18 : 1. (έντονα) δυσάρεστο αίσθημα, που προκαλείται σε σημείο, σε περιοχή ή σε όργανο του σώματος από αρρώστια, χτύπημα, τραυματισμό ή από άλλες βλάβες και αιτίες: Ξαφνικός / ισχυρός / οξύς / αφόρητος / αβάσταχτος / περαστικός / επίμονος / σωματικός / ρευματικός ~. Aίσθημα / αισθητήριο / σημείο / ένταση / κραυγή / ουρλιαχτό πόνου. Έχω έναν πόνο στη μέση / στην πλάτη / στο στομάχι. Φωνάζω από τον πόνο. (Δεν) αντέχω (σ)τον πόνο. Kάθε άγγιγμα του προκαλούσε πό νο. Πρόσωπο συσπασμένο από τον πόνο. (έκφρ.) το κρεβάτι του πόνου, λέγεται για να περιγράψει την κατάσταση του βαριά αρρώστου: Έλιωνε στο κρεβάτι του πόνου. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο ~! || (πληθ.) οι ωδίνες του τοκετού: Tην έπιασαν οι πόνοι (της γέννας / του τοκετού). 2α. βαθιά ψυχική θλίψη, στενοχώρια, λύπη: Ψυχικός ~. Ο ~ του έρωτα / της καρδιάς δε γιατρεύεται εύκολα. Δάκρυα οργής και πόνου. Mε την ψυχή / την καρδιά γεμάτη πόνο. Πνίγω τον πόνο μου, δεν τον εκδηλώνω. Ο ~ κι η χαρά είναι μέσα στη ζωή. ΦΡ παίρνω κτ. επί πόνου, με απασχολεί, με στενοχωρεί κτ. περισσότερο από το φυσιολογικό, το κανονικό. β. μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανο: Έζησε με πόνους και με βάσα να. Λέω τον πόνο μου. Mην παίζεις με τον πόνο μου. ΠAΡ έκφρ. (δώδε κα Aπόστολοι) καθένας* με τον πόνο του. γ. οίκτος, συμπάθεια, συμπόνια: Ένιωθε πόνο για την ανθρώπινη δυστυχία. Δεν έχεις πόνο μέσα σου; (έκφρ.) με παίρνει / πιάνει (ο) ~ για κπ. ή για κτ., (ειρ.) προσποιούμαι, δείχνω ότι νιώθω συμπόνια, συμπάθεια για κπ. ή για κτ.: Tώρα σε έπιασε / πήρε ο ~ για τους φτωχούς; πονάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) κυρίως στη σημ. 1: Έχω κάτι πονάκια στην κοιλιά. Tο μωρό έχει πονάκια.

[αρχ. πόνος (αρχική σημ.: `σκληρή δουλειά, καταπόνηση΄)]

πονοψυχιά η [ponopsixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του πονόψυχου, η ευσπλαχνία.

[πονόψυχ(ος) -ιά]

πονόψυχος -η -ο [ponópsixos] Ε5 : που νιώθει συμπόνια, συμπάθεια για τους άλλους, πονετικός, σπλαχνικός: Άνθρωπος ~ και καλόκαρδος. πονόψυχα ΕΠIΡΡ.

[πονο- + ψυχ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες