Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύκροτος -η -ο [políkrotos] Ε5 : που δημιουργεί, που προκαλεί στην κοι νή γνώμη πολύ θόρυβο, πολλά και έντονα σχόλια, συζητήσεις: Πολύκρο τη δίκη / υπόθεση. Πολύκροτο βιβλίο / άρθρο.
[λόγ. < αρχ. πολύκροτος]