Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυπράγμων
1 εγγραφή
πολυπράγμων -ων -ον [polipráγmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που ασχολείται, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (θετικά, σπανιότ.) έμπειρος και δραστήριος. β. (συχνά αρνητ.) περίερ γος, αδιάκριτος, που αναμειγνύεται σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον αφορούν. || που τον χαρακτηρίζει η πολυπραγμοσύνη. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πολυπράγμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες