Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυκατάστημα
1 εγγραφή
πολυκατάστημα το [polikatástima] Ο49 : μεγάλο εμπορικό κατάστημα, που περιλαμβάνει πολλά ειδικευμένα τμήματα, όπου πωλούνται διάφορα εμπορεύματα: Ό,τι χρειάζεται ο άντρας, η γυναίκα, το παιδί και το σπίτι θα το βρείτε στο πολυκατάστημά μας.

[λόγ. πολυ- + κατάστημα (για την παραγωγή δες πολυ-3)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες