Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυγράφηση η [poliγráfisi] Ο33 : η πράξη, η διαδικασία της αναπαραγωγής ενός κειμένου στον πολύγραφο: Aναλαμβάνονται δακτυλογραφήσεις, πολυγραφήσεις.
[λόγ. πολυγραφη- (πολυγραφώ) -σις > -ση]
- πολύγραφος ο [políγrafos] Ο20α : μηχάνημα που αναπαράγει σε μεγάλο αριθμό αντίγραφα από ένα πρωτότυπο κείμενο γραμμένο πάνω σε ειδική μεμβράνη.
[λόγ. < γερμ. Ρolygraph < poly- = πολυ- + -graph = -γράφος με μετακ. τόνου για διάκρ. από το πολυγράφος]
- πολυγράφος -ος -ο [poliγráfos] Ε14 (κυρ. στον υπερθ.) : (για συγγραφέα) που έχει γράψει πολλά έργα: Πολυγραφότατος συγγραφέας / ποιητής / ιστορικός.
[λόγ. < ελνστ. πολυγράφος]
- πολυγραφώ [poliγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : αναπαράγω ένα κείμενο στον πολύγραφο: H προκήρυξη πολυγραφήθηκε και μοιράστηκε στους συγκεντρωμένους. Πολυγραφημένο κείμενο.
[λόγ. πολύγραφ(ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. πολυγραφῶ `γράφω σε έκταση΄)]