Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτικοποιηση
1 εγγραφή
πολιτικοποίηση η [politikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολιτικοποιώ: H ~ του γλωσσικού ζητήματος οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις.

[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -ποίηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες