Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτειακός
1 εγγραφή
πολιτειακός -ή -ό [politiakós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα: Πολιτειακοί θεσμοί. Σύσκεψη πολιτειακών παραγόντων. Πολιτειακό ζήτημα και ως ουσ. το πολιτειακό, ζήτημα που αφορά το είδος του πολιτεύματος: Tο πολιτειακό στην Ελλάδα λύθηκε οριστικά με το δημοψήφισμα του 1974. 2. που αφορά τις πολιτείες3: Tο πολιτειακό καθε στώς των HΠA.

[λόγ. πολιτεί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες