Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιούχος
1 εγγραφή
πολιούχος ο [poliúxos] Ο18 θηλ. πολιούχος [poliúxos] Ο35 : θεός, άγιος ή ήρωας που θεωρείται προστάτης μιας πόλης: H θεά Aθηνά ήταν η ~ των Aθηνών. ~ της Θεσσαλονίκης είναι ο άγιος Δημήτριος. || (ως επίθ.): Γιορτάζει ο ~ άγιος της πόλης.

[λόγ. < αρχ. ὁ, ἡ πολιοῦχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες