Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδοβολητό
1 εγγραφή
ποδοβολητό το [poδovolitó] Ο38 : δυνατός θόρυβος από γρήγορο βηματισμό ή τρέξιμο ενός ή συνήθ. περισσότερων ανθρώπων ή ζώων: Tο ~ των αλόγων / του κοπαδιού. Mέσα στη νύχτα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά.

[ποδοβολ(ώ) `κάνω κρότο τρέχοντας΄ (< ποδο- + -βολώ) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες