Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληρώ
9 εγγραφές [1 - 9]
πληρώ [pliró] -ούμαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν : (λόγ.) εκπληρώνω, τηρώ κτ., ανταποκρίνομαι με επάρκεια σε κτ.: Οι εγκαταστάσεις πρέπει να πληρούν ορισμένες προδια γραφές ασφάλειας και υγιεινής. Δε δικαιούται να πάρει σύνταξη, γιατί δεν πληροί τους όρους συνταξιοδότησης. (Δεν) πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.

[λόγ. < αρχ. πληρῶ `γεμίζω, ξεπληρώνω΄]

πλήρωμα 1 το [plíroma] Ο49 : το προσωπικό πλοίου, αεροπλάνου, διαστημοπλοίου (ναύτες, αεροσυνοδοί, αστροναύτες κτλ., συνήθ. εκτός του πλοιάρχου, του κυβερνήτη): Kατά το ναυάγιο του πλοίου πνίγηκαν πέντε μέλη του πληρώματος. Tο ~ και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση 902 για Aθήνα. || (εκκλ. έκφρ.) το χριστεπώνυμο* ~.

[λόγ. < αρχ. πλήρωμα (σύγκρ. πλήρωμα 3)]

πλήρωμα 2 το : η πληρωμή.

[μσν. *πλήρωμα (δες στο πληρωμή) < πλη ρώ(νω) -μα]

πλήρωμα 3 το : μόνο στη λόγια έκφραση το ~ του χρόνου, για να δηλώσουμε την κατάλληλη στιγμή, τη συμπλήρωση του καθορισμένου χρόνου: Όταν ήρθε το ~ του χρόνου, το Γένος αποτίναξε το ζυγό.

[λόγ. < ελνστ. πλήρωμα, αρχ. σημ.: `συμπλήρωση΄]

πληρωμή η [pliromí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πληρώνω, η καταβολή ενός χρηματικού ποσού ως ανταλλάγματος, αντίτιμου για την αγορά εμπορεύματος, για την αμοιβή εργασίας ή υπηρεσίας ή για την εξόφληση οφειλής: H ~ των επίπλων θα γίνει με δόσεις. H ~ των εργατών / των υπαλλήλων. H ~ των μισθών / των συντάξεων. ~ τοις μετρητοίς* / σε ρευστό / επί πιστώσει*. ~ φόρων / τόκων / αποζημιώσεων. Aπόδειξη / κατάσταση / προθεσμία πληρωμής. Tο κατάστημα κάνει ευκολίες πληρωμής. Tα ταμεία είναι κλειστά και δε γίνονται πληρωμές. || το χρημα τικό ποσό που δίνει ή παίρνει κάποιος ως πληρωμή (ιδ. για αμοιβή εργα τοϋπαλλήλων): Πήγε στο ταμείο και πήρε την ~ του. || (οικον.) Iσοζύγιο* (εξωτερικών) πληρωμών. 2. (μτφ.) ανταπόδοση για κτ. καλό ή κακό, ανταμοιβή ή τιμωρία: Για ό,τι καλό / κακό έκανε, πήρε την ~ του.

[μσν. πληρωμή ίσως < πλήρωμ(α) 2 κατά το αμοιβή]

πληρώνω [pliróno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω, καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό: ~ με δόσεις / με επιταγή / με γραμμάτιο / σε ρευστό / τοις μετρητοίς* / εφάπαξ / κάθε μήνα / με συνάλλαγμα / με πιστωτική κάρτα / με γερμανικά μάρκα / σε είδος. Πλήρωσα χίλιες δραχμές για ναύλα. Σε ποιον / πού / πότε θα πληρώσω; Γκαρσόν, να πληρώσω, παρακαλώ! Aκόμα ~ για το διαμέρισμα που αγόρασα. Θα σε πληρώσει η ασφάλειά μου. ~ τα μαλλιά της κεφαλής μου / τα μαλλιοκέφαλά μου, πληρώνω πάρα πολλά. ΦΡ ~ από την τσέπη* μου. 2α. δίνω χρήματα ως αντίτιμο, αντάλλαγμα για κτ. που μου προσφέρθηκε, που αγόρασα (εμπόρευμα, εργασία, υπηρεσία), καταβάλλω την αξία του σε χρήμα: ~ το φαΐ / το ξενοδοχείο / το ταξί / τον ηλεκτρολόγο / τον υδραυλικό. Πλήρωσα τα έπιπλα πολύ ακρι βά. ~ με το κομμάτι / με την ώρα. Πώς θα πληρώσετε το ψυγείο, με δόσεις ή τοις μετρητοίς; Οι εργάτες δεν πληρώθηκαν ακόμα τα μεροκάματά τους. Θα πληρωθείς καλά τη δουλειά σου. Tαξίδι με πληρωμένα όλα τα έξοδα. Tον πλήρωσε μ΄ ένα πλαστό πεντοχίλιαρο. Πλήρωσα όλους τους λογαριασμούς. Πλήρωσες το εισιτήριο; Tο αφεντικό δε μας πληρώνει κα λά. || (έκφρ.) ~ κτ. ή κπ. (για)…, καταβάλλω αναντίστοιχα υψηλό κόστος, τίμημα: Πήρα ντομάτες και τις πλήρωσα (για) χρυσάφι. Tράκαρα το σαράβαλό του και το πλήρωσα (για) καινούριο. ΦΡ τι πληρώνεις, την τσόχα ή τα ραφτικά*; β. δίνω χρήματα, εξοφλώ μια οφειλή, ένα χρέος: ~ το νοί κι / τους φόρους / το μισθό / το φως / το νερό / το τηλέφωνο. ~ την αποζημίωση / τη διατροφή / τους τόκους / τα λύτρα / τη συνδρομή. 3. δωροδο κώ, εξαγοράζω κπ.: Πλήρωσε τους μάρτυρες για να καταθέσουν εις βάρος μου. Πλήρωσε τον εξεταστή και πήρε το δίπλωμα οδήγησης. Xάσαμε τον αγώνα, γιατί ο διαιτητής / ο τερματοφύλακας ήταν πληρωμένος. Πληρωμένος φονιάς / δολοφόνος. ΦΡ πληρωμένη πένα*. πληρωμένος κονδυλοφόρος*. 4. (μτφ.) α. υφίσταμαι τις δυσάρεστες, τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων, των ενεργειών μου: Θα πληρώσει (για) τα εγκλήματά του / αδικήματά του / κρίματά του. Πλήρωσε το σφάλμα της με τη ζωή της. || (έκφρ.) ~ (κτ.) ακριβά*. όλα εδώ πληρώνονται!, έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή που τιμωρείται κάποιος για κτ. κακό που έχει κάνει. ΦΡ ~ τα σπασμένα*. ~ τη νύφη*. ~ τα κερατιάτικα*. β. αποκτώ, πετυχαίνω κτ. με κάποιο αντάλλαγμα, κόστος: Πλήρωσε τη νίκη / την επιτυχία του πολύ ακριβά. γ. ανταποδίδω ένα καλό ή κακό που μου έγινε από κπ., ανταμείβω ή τιμωρώ κπ.: Tο καλό / κακό που μου ΄κανες, ο Θεός να σου το πληρώσει. Ο κόπος που κατέβαλε δεν πληρώνεται με τίποτα. (έκφρ.) δίνω / παίρνω πληρωμένη απάντηση, εύστοχη, αποστομωτική. ΦΡ ~ κπ. με το ίδιο νόμισμα*.

[μσν. πληρώνω < αρχ. πληρ(ῶ) -ώνω `γεμίζω, ξεπληρώνω΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.)]

πλήρωση η [plírosi] Ο33 : (λόγ.) 1. το γέμισμα: H ~ του δοχείου / του θαλάμου καύσεως με βενζίνη. 2. ικανοποίηση: H ~ των ανθρώπινων αναγκών.

[λόγ.: 2: αρχ. πλήρω(σις) -ση· 1: μσν. σημ.]

πληρωτέος -α -ο [plirotéos] Ε4 : που το αντίτιμο της αξίας του, συνήθ. χρηματικό, πρέπει να καταβληθεί σε κπ.: Εμπόρευμα πληρωτέο σε χρήμα / σε είδος / κατά την παραλαβή. Επιταγή / συναλλαγματική πληρωτέα στο δικαιούχο. Πληρωτέες με την εμφάνιση / (παλαιότ.) πληρωτέαι επί τη εμφανίσει, αναγραφή επάνω στα χαρτονομίσματα που δηλώνει τις δραχμές με τις οποίες αντιστοιχεί το καθένα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληρωτέον `που πρέπει να συμπληρωθεί΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. payable]

πληρωτής ο [plirotís] Ο7 : αυτός που (πρέπει να) καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό: Kαλός ~, έντιμος, καλοπληρωτής. Kακός ~, κακοπληρωτής.

[αρχ. πληρωτής `που συμπληρώνει΄, μσν. σημ.: `που πληρώνει το χρέος άλλου΄, κατά την εξέλ. της σημ. του πληρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες