Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληβείος
1 εγγραφή
πληβείος ο [plivíos] Ο18 θηλ. πληβεία [plivía] Ο26 : 1. Ρωμαίος πολίτης, που ανήκε στην κατώτερη κοινωνική τάξη: Στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν οι τάξεις των πατρικίων και των πληβείων. 2. (μτφ.) για άτομο που ανήκει στις φτωχές, στις λαϊκές τάξεις μιας κοινωνίας. (έκφρ.) οι πατρίκιοι και οι πληβείοι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι ευνοημένοι και οι αδικημένοι: H κοινωνία χωρίζεται σε πατρικίους και σε πληβείους.

[λόγ. < ελνστ. πληβεῖος < λατ. plebeius· λόγ. πληβεί(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες