Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατειαζ
1 εγγραφή
πλατειάζω [platiázo] Ρ2.1α : επεκτείνομαι πολύ σε κάποιο θέμα (κυρ. για ομιλία ή γραπτό κείμενο) με περιττολογία, πολυλογία: Ο ρήτορας / ο ομιλητής / ο συγγραφέας πλατειάζει.

[λόγ. < αρχ. πλατειάζω `προφέρω με το στόμα πολύ ανοιχτό΄ (για τη δωρ. προφορά) σημδ. αγγλ. enlarge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες