Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλανητάριο
1 εγγραφή
πλανητάριο το [planitário] Ο41 : εγκατάσταση που επιτρέπει την αναπαράσταση των βασικών χαρακτηριστικών της ουράνιας σφαίρας, της θέσης, του μεγέθους και των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων και ιδίως των πλανητών. || το κτίριο με ειδικό θόλο, όπου στεγάζεται και λειτουργεί το πλανητάριο.

[λόγ. < νλατ. planetari(um) -ον (< λατ. planeta < αρχ. πλανήτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες