Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλανευτής
1 εγγραφή
πλανευτής ο [planeftís] Ο7 θηλ. πλανεύτρα [planéftra] Ο25 : (λογοτ.) αυτός που παρασύρει, εξαπατά, ξεγελά και ως επίθ.: H πλανεύτρα θάλασσα / ξενιτιά / γυναίκα.

[πλανεύ(ω) -τής· πλανευ(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες