Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλακάτ
4 εγγραφές [1 - 4]
πλακάτ το [plakát] Ο (άκλ.) : 1. επιφάνεια (συχνά από χαρτόνι) που, αναρτημένη συνήθ. σε κοντάρι, έχει πάνω της γραμμένο κάποιο σύνθημα, το οποίο προβάλλεται κυρίως σε διαδηλώσεις, σε πολιτικές συγκεντρώσεις κτλ: Οι διαδηλωτές κρατούσαν ~ και πανό με διάφορα συνθήματα. 2. μεγάλη συνήθ. επιφάνεια (συχνά με πλαίσιο), που πάνω της υπάρχουν γραμμένες ή κολλημένες διαφημίσεις.

[λόγ. < γαλλ. placard ( [r > t] ;)]

πλακατζής 1 ο [plakadzís] Ο8 θηλ. πλακατζού [plakadzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κάνει πλάκες, αστεία, που μαζί του διασκεδάζει κανείς (με αυτά που λέει ή που κάνει).

[πλάκ(α)IV -ατζής· πλακατζ(ής) -ού]

πλακατζής 2 ο : (σπανιότ.) ο πλακάς.

[πλάκ(α)I2 -ατζής]

πλακατζίδικος -η -ο [plakadzíδikos] Ε5 : (προφ.) που είναι αστείος, διασκεδαστικός.

[πλακατζ(ής) 1 -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες