Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλένω
1 εγγραφή
πλένω [pléno] -ομαι Ρ αόρ. έπλυνα, απαρέμφ. πλύνει, παθ. αόρ. πλύθηκα, απαρέμφ. πλυθεί, μππ. πλυμένος : 1. καθαρίζω κτ. με νερό ή και με άλλο καθαριστικό υλικό (απορρυπαντικό, σαπούνι κτλ.): ~ τα ρούχα / τα πιάτα / τις κουβέρτες / το αυτοκίνητο / την αυλή / τα δόντια μου. Οι κουρτίνες είναι πλυμένες και σιδερωμένες. Παλιότερα έπλεναν τα ρούχα στο ποτάμι. ~ τα ρούχα στο χέρι / στο πλυντήριο. Πλένει καλά το πλυντήριό σου; Ειδικό συνεργείο του δήμου πλένει καθημερινά τους δρόμους της πόλης. || (για ρούχα κτλ.) κάνω μπουγάδα, πλύση: Όλη τη μέρα πλένει και σιδερώνει. 2. καθαρίζω το σώμα μου: ~ τα χέρια / τα πόδια / το πρόσωπό μου. Πλύθηκα, ντύθηκα και βγήκα έξω. Ήρθε πλυμένος και καθαρός. (προφ. έκφρ.) πλύνε βάλε, για ρούχα αντοχής στην καθημερινή χρήση ή που δε χρειάζονται σιδέρωμα και άλλες ιδιαίτερες φροντίδες: Ρούχο / πουκάμισο πλύνε βάλε. ΠAΡ Tον αράπη* κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.

[αρχ. πλύνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πλυν- κατά το σχ.: μειν- (έμεινα) - μένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες