Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάστιγγα
1 εγγραφή
πλάστιγγα η [plástiŋga] Ο28 : είδος ζυγαριάς για μεγάλα βάρη: Bάλε το σακί στην ~ να το ζυγίσουμε. ΦΡ η ~ γέρνει / κλίνει, σε μια κρινόμενη υπόθεση (αρχίζει να) κερδίζει, υπερισχύει η μια πλευρά: Ύστερα από πολύωρη μάχη, η ~ άρχισε να γέρνει προς την πλευρά των επιτιθεμένων.

[λόγ. < αρχ. πλάστιγξ, αιτ. -ιγγα `τάσι ζυγαριάς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες