Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστωτικός
1 εγγραφή
πιστωτικός -ή -ό [pistotikós] Ε1 : που αναφέρεται: α. στην πίστωση1: ~ συνεταιρισμός. Πιστωτικό ίδρυμα, κυρίως η τράπεζα. Πιστωτική επιφάνεια, η δυνατότητα για παροχή πιστώσεων. Πιστωτική κάρτα, που δίνει το δικαίωμα σε κπ. να συναλλάσσεται οικονομικά με πίστωση. β. στην πίστωση: H πιστωτική πολιτική της κυβέρνησης. γ. στην πίστωση: Πιστωτική εγγραφή. Πιστωτικό υπόλοιπο.

[λόγ. < ελνστ. πιστωτικός `επιβεβαιωτικός΄ κατά τις σημ. της λ. πίστωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες