Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισσώνω
1 εγγραφή
πισσώνω [pisóno] -ομαι Ρ1 : πισσάρω.

[ελνστ. πισσ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες