Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισσάρω
1 εγγραφή
πισσάρω [pisáro] -ομαι Ρ6 : αλείφω κτ. με πίσσα (για να το στεγανοποιήσω): Πρέπει να ~ τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Πισσαρισμένη ταράτσα.

[πίσσ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες