Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιονιέρος
1 εγγραφή
πιονιέρος ο [pxoéros] Ο18 & πιονιέρης ο [pxoéris] Ο11 θηλ. πιονιέρισσα [pxoérisa] Ο27 : ο πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σε κάποιους αγώνες.

[λόγ. < γαλλ. pionnier -ος, -ης· λόγ. πιονιέρ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες