Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιλότος
1 εγγραφή
πιλότος ο [pilótos] Ο18 : 1. ο κυβερνήτης αεροσκάφους: ~ της πολεμικής / της πολιτικής αεροπορίας. ~ καταδιωκτικού / βομβαρδιστικού. Γυναίκα ~. || Aυτόματος ~, αυτόματο σύστημα που επιτρέπει την οδήγηση σκάφους ή αεροσκάφους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. 2. ο πλοηγός. 3. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζεται ως δοκιμαστικό δείγμα: Ο παραγωγός της εκπομπής / του σίριαλ γύρισε ένα επεισόδιο πιλότο. Ο δήμαρχος φιλοδοξεί να κάνει το δήμο μας πιλότο. Έργο / επιχείρηση ~.

[αντδ. < παλ. ιταλ. & βεν. piloto < μσν. *πηδώτης < αρχ. πηδ(όν) `πηδάλιο΄ (δες λ.) -ώτης (3: λόγ. σημδ. αγγλ. pilot)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες