Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιθαμ
1 εγγραφή
πιθαμή η [piθamí] Ο29 : 1. η απόσταση από τον αντίχειρα ως την άκρη του μικρού δάχτυλου μιας ανοιχτής και τεντωμένης παλάμης: Mέτρησε το μήκος με την ~ του. 2. λαϊκή, ανεπίσημη μονάδα μήκους: Tρεις πιθαμές μήκος. Πνίγηκε σε δυο πιθαμές νερό. || (έκφρ.) άνθρωπος μιας πιθαμής, πολύ κοντός.

[μσν. πιθαμή < αρχ. σπιθαμή με αποβ. του αρχικού [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sp > tisp > tis-p] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες