Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πετσώνω [petsóno] Ρ1α μππ. πετσωμένος : (προφ.) 1. για κτ. που γίνεται σαν πετσί, που χάνει την ελαστικότητά του, που σκληραίνει. 2. καλύπτω με πετσί. ΦΡ την πέτσωσε, έφαγε πάρα πολύ. τον πέτσωσαν, τον έδειραν. 3. (οικοδ.) γεφυρώνω με σανίδες τα κενά των λοξών ξύλων της στέγης που διαμορφώνουν την κλίση, για να τα επιστρώσω με κεραμίδια.
[μσν. πετσώνω < πετσ(ί) -ώνω]