Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρογκάζ
1 εγγραφή
πετρογκάζ το [petrogáz] Ο (άκλ.) : ειδική συσκευή που λειτουργεί με γκάζι και πάνω στην οποία γίνεται το μαγείρεμα: H χρήση του ~ σήμερα έχει περιοριστεί.

[λόγ. πετρο- 2 + γαλλ. gaz (δες στο γκάζι) σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες