Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεταλίδα
1 εγγραφή
πεταλίδα η [petalíδa] Ο26 : είδος οστράκου που ζει κολλημένο στα βράχια.

[μσν. πατελίδα με παρετυμ. πέταλο < πατελίς, αιτ. -ίδα < ελνστ. πάτελλ(α) `πιάτο΄ (< λατ. patella) -ίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες