Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιορισμός
1 εγγραφή
περιορισμός ο [periorizmós] Ο17 : 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιορίζω· ελάττωση, μείωση, περιστολή, μετριασμός: ~ δαπανών / κατανάλωσης / παραγωγής. ~ του ελεύθερου χρόνου. ~ ελευθεριών του ατόμου. (λόγ. έκφρ.) υπό περιορισμό, για προσωρινή στέρηση της ελευθερίας: Tελώ υπό περιορισμό. Θέτω κπ. υπό περιορισμό. β. εξαναγκασμός κάποιου να παραμείνει σε ορισμένο χώρο χωρίς να του προσφέρεται η δυνατότητα να φύγει από αυτόν: ~ σε ψυχιατρείο / σε αναμορφωτήριο. || (ειδικότ.) η ελαφρότερη πειθαρχική στρατιωτική ποινή που συνίσταται στην απαγόρευση εξόδου από ορισμένο χώρο: Tιμωρήθηκε με κατ΄ οίκον περιορισμό. 2. ό,τι περιορίζει, ελαττώνει, μετριάζει ή εμποδίζει: Yπόκειμαι σε περιορισμούς.

[λόγ. < ελνστ. περιορισμός `χάραξη ορίων΄ σημδ. γαλλ. limitation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες