Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περδικούλα η [perδikúla] Ο25α : 1. μικρή πέρδικα· περδικάκι, περδίκι. 2. η καρδιά, η ψυχή ως κέντρο συναισθημάτων, κυρίως φόβου· (πρβ. καρδιά, ψυχή): Λένε πως δε φοβήθηκαν, αλλά η ~ τους το ξέρει (πόσο πολύ φοβήθηκαν). ΦΡ το λέει η ~ του, έχει θάρρος, τόλμη, παλικαριά.
[πέρδικ(α) -ούλα]