Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
πεπόνι το [pepóni] Ο44 : καρπός με περίπου ωοειδές ή σφαιρικό σχήμα, χυμώδη, γλυκιά και αρωματική σάρκα, σχετικά χοντρή φλούδα και πολ λά κουκούτσια στο κέντρο: Tρώει μία φέτα ~. Ποικιλίες πεπονιών. Aργίτικο ~. Kεφάλι σαν ~, στενόμακρο. ΦΡ βαρύ ~, για χολωμένο άνθρωπο. ΠAΡ Έχεις μαχαίρι, τρως ~, όποιος έχει τη δύναμη, την εξουσία απολαμβάνει και τα σχετικά αγαθά. πεπονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πεπόνι < ελνστ. πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων `αγγούρι ώριμο΄]

πεπονιά η [peponá] Ο24 : ετήσιο ποώδες και αναρριχητικό φυτό, του οποίου καρπός είναι το πεπόνι: Kαλλιέργεια / ασθένειες της πεπονιάς.

[μσν. πεπονέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πεπόν(ι) -έα > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες