Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντηκοστός
1 εγγραφή
πεντηκοστός -ή -ό [pendikostós] Ε1 : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός πενήντα: Bρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της λειτουργίας του. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τεσσαρακοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την πεντηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1α. (εκκλ.) η Πεντηκοστή*. β. (μαθημ.) η πεντηκοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην πεντηκοστή. 2. το πεντηκοστό, το ένα από τα πενήντα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) πεντηκοστό του οικοπέδου.

[λόγ. < αρχ. πεντηκοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες