Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελατεια
2 εγγραφές [1 - 2]
πελατεία η [pelatía] Ο25 : το σύνολο των πελατών επαγγελματία ή καταστήματος: Είχε αρχίσει να χάνει την ~ του. Mόνιμη / σταθερή / εκλεκτή ~. || Εκλογική ~, οι ψηφοφόροι πολιτικού.

[λόγ. πελάτ(ης) -εία μτφρδ. γαλλ. clientèle]

πελατειακός -ή -ό [pelatiakós] Ε1 : που αφορά την πελατεία ή τους πελάτες, στην έκφραση πελατειακές σχέσεις, οι ιδιοτελείς σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων.

[λόγ. πελατεί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες