Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειθαναγκάζω
1 εγγραφή
πειθαναγκάζω [piθanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω κπ. να συμφωνήσει μαζί μου και να με υπακούσει, χρησιμοποιώντας ψυχολογική βία ή απειλές.

[λόγ. < ελνστ. πειθανάγκ(η) `πειθώ με βία΄ -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες