Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πείνα
4 εγγραφές [1 - 4]
πείνα η [pína] Ο25α : 1. το αίσθημα που μας πληροφορεί ότι ο οργανισμός μας έχει ανάγκη από τροφή και μας παρακινεί να φάμε: Bάλε να φάμε, γιατί μ΄ έπιασε ~, πείνασα. Aκόρεστη / άγρια / διαβολεμένη πείνα. || σε περιφράσεις και εκφράσεις έχω μια ~, πεινώ πολύ. πεθαίνω / ψοφάω από την ~, πεινώ πάρα πολύ. δε βλέπω (μπροστά μου) από την ~, πεινώ πάρα πολύ. πεθαίνω* της πείνας. ξεγελώ* την ~ μου. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα* κι ας ψοφώ από την ~. || (στον πληθ. με επιτατική συνήθ. σημ.): Έχω κάτι πείνες!, πεινώ πολύ. || (ειδ.) Aπεργία πείνας, η άρνηση κάποιου να φάει οτιδήποτε ως πράξη διαμαρτυρίας ή πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος: Πέθανε στη φυλακή από απεργία πείνας. (έκφρ.) μισθός / μεροκάματο πείνας, ανεπαρκής. 2α. έλλειψη της ποσότητας των τροφίμων που είναι απαραίτητη για τη διατροφή και την επιβίωση ενός πληθυσμού· λιμός: Στις χώρες του τρίτου κόσμου, χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από ~. β. μεγάλη φτώχεια, ένδεια. 3. (μτφ.) α. για κατάσταση στέρησης: Σεξουα λική ~. β. ισχυρή, ασυγκράτητη επιθυμία: ~ για εξουσία· (πρβ. δίψα).

[αρχ. πεῖνα]

πεινάλας ο [pinálas] Ο3 & πεινάλα η [pinála] Ο25α : (λαϊκ.) ως χλευαστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου αδηφάγου, λαίμαργου ή πάμφτωχου· (πρβ. πειναλέος).

[πείν(α) -άλας· πεινά λ(ας) -α]

πειναλέος -α -ο [pinaléos] Ε4 : (μειωτ. ή χλευ.) χαρακτηρισμός προσώπου που κατέχεται από μεγάλη και διαρκή πείνα ή από φτώχεια.

[λόγ. < ελνστ. πειναλέος]

πεινώ [pinó] & -άω Ρ10.4α μππ. πεινασμένος : 1. έχω αίσθημα πείνας, αισθάνομαι την ανάγκη και την επιθυμία να φάω: Δεν πεινάω· θα φάω αργότερα. Bάλε κτ. να φάμε, γιατί πείνασα. Πεινάω σαν λύκος, πάρα πολύ. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύε ται, όποιος στερείται και επιθυμεί κτ. πολύ, αυτό διαρκώς έχει κατά νου ή φαντάζεται ότι αποκτά. (γνωμ.) των φρονίμων* τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 2. (μτφ.) έχω ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτη επιθυμία να αποκτήσω κτ.: Πεινασμένοι για δόξα / για εξουσία. 3. είμαι στο έσχατο όριο της φτώχειας, στερούμαι τα εντελώς απαραίτητα ακόμα και την τρο φή: Πεινάει ο κοσμάκης.

[αρχ. πεινῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες