Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχυσαρκία
1 εγγραφή
παχυσαρκία η [paxisaría] Ο25 : η ιδιότητα του παχύσαρκου ανθρώπου. || (ιατρ.) η υπέρμετρη αύξηση του βάρους και του όγκου του σώματος, που προκαλείται από την υπερβολική αύξηση των αποθεμάτων του λίπους.

[λόγ. παχύσαρκ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες