Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχνί
1 εγγραφή
παχνί το [paxní] Ο43 : μόνιμη κατασκευή σε στάβλο, στην οποία τοποθετείται η τροφή των ζώων (άχυρο, χόρτο κτλ.): Tα ζώα τρώνε ήσυχα στο ~. ΦΡ σαν το βόδι στο ~, για άτομο άβουλο, χωρίς κρίση.

[υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες