Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασπάλη
1 εγγραφή
πασπάλη η [paspáli] Ο30 : (λαϊκότρ.) η σκόνη από οποιαδήποτε στερεά ουσία και ιδίως το αλεύρι.

[αρχ. πασπάλη `το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες